πενταπλοῦς,-ῆ,-οῦν

πενταπλοῦς,-ῆ,-οῦν
A 0-1-0-0-0=1 1 Kgs 6,31
fivefold; neol.?

Lust (λαγνεία). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πενταπλός — ή, ό / πενταπλοῡς, ῆ, οῡν και όος, όα, όον, ΝΑ ο πέντε φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος από κάποιον ή κάτι άλλο, πενταπλάσιος νεοελλ. 1. αυτός που αποτελείται από πέντε όμοια μέρη 2. αυτός που εμφανίζεται με πέντε μορφές ή επαναλαμβάνεται πέντε… …   Dictionary of Greek

  • ποσαπλούς — ή, οῡν, Α ποσαπλάσιος. επίρρ... ποσαπλῶς πόσες φορές περισσότερο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόσος + πλοῦς (βλ. λ. πλός), κατά το πολλαπλοῦς και τα πολλαπλ. αριθμ. σε πλοῡς (πρβλ. πενταπλοῦς)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”